- δέσιμο
- το (Μ δέσιμον)1. το να δένει κανείς κάτι, να συμπλέκει τα άκρα κλωστής, σκοινιού, ευλύγιστης βέργας ώστε να σχηματίσουν κόμπο2. η σύνδεση, συσκευασία αντικειμένων ώστε να αποτελέσουν δέμα3. συναισθηματικός δεσμός4. (για γάμο) η ένωση5. (για όρκο ή αφορισμό) η δέσμευση6. πληθ. δεσίματατα δεσμάνεοελλ.1. η πρόσδεση ζώου σε δέντρο ή πάσσαλο2. η πρόσδεση πλοίου στην προκυμαία3. προσαρμογή λίθου σε κόσμημα4. τοποθέτηση μετάλλου σε κατασκευή για να καταστεί στερεότερη5. η συναρμολόγηση τών μερών μιας μηχανής7. η μετάβαση από το άνθος στον καρπό, ο σχηματισμός τού καρπού («οι ελιές είναι πάνω στο δέσιμό τους»)8. η πύκνωση ρευστού μίγματος (σιροπιού π.χ.) με βράσιμο ή χτύπημα («το δέσιμο τού γλυκού»)9. η σύνδεση, σύσφιγξη τών σανίδων βυτίου με στεφάνια («το δέσιμο τού βαρελιού»)10. το φράγμα για τη συγκράτηση τών νερών ποταμού ή ρυακιού11. συναρμογή τών δοκών τής στέγης12. μαγικός κατάδεσμος για να προκληθεί σεξουαλική ανικανότητα13. αυτό με το οποίο δένουμε ή συνδέουμε14. «δέσιμο βιβλίου» η συρραφή φύλλων βιβλίου και η κάλυψη τους με χαρτόνι (πανί ή δέρμα)15. φρ. «είναι για δέσιμο» — είναι τόσο ανόητες οι ενέργειες του ή τα λόγια του που θά' πρεπε να εισαχθεί στο τρελοκομείο.
Dictionary of Greek. 2013.